γόργειον

γόργειον
γόργείον το ист. трагическая маска (актёра)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γόργειον" в других словарях:

  • Γόργειον — Γόργειος of masc acc sg Γόργειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργειος — Γόργειος, εία και είη, είον (Α) [Γοργώ] 1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή») 2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον το κεφάλι τής Μέδουσας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»